- Πυθικόν
- Πῡθικόν , Πυθικόςofmasc acc sgΠῡθικόν , Πυθικόςofneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
PYTHAULES — apud Vopisc. in Carino, c. 19. Exhibuit centum salpistas unô crepitu concinentes et centum camptaulas, choraulas centum, etiam centum Pythaulas, Pantominos etc. ἀπὸ τῶν Πυθίων, dictus est, qui Pythia scil. cantabat et pythicas tibias inflabat.… … Hofmann J. Lexicon universale
πυθικός — ή, ό / πυθικός, ή, όν, ΝΑ [Πυθώ] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Πυθώ, στον Πύθιο Απόλλωνα, στην Πυθία ή στα Πύθια 2. φρ. α) «πυθικός νόμος» ή «πυθικόν αύλημα» διαγωνισμός αυλού τα πλαίσια τών μουσικών αγώνων που διεξάγονταν κατά τη… … Dictionary of Greek